- τραγογένης
- [трагогэнис] ουσ. а. имеющий козлиную бородку,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τραγογένης — ο, Ν 1. αυτός που έχει γέ νεια τράγου, τραγοπώγων 2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα 3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο γένης] … Dictionary of Greek
τραγογένης — ο 1. αυτός που έχει γένια σαν του τράγου. 2. όποιος έχει γένια και μάλιστα ο κληρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγοπώγων — ( ωνος), ο αυτός που έχει γένια όμοια με τής κατσίκας, τραγογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + πώγων] … Dictionary of Greek
τραγοπώγων — ωνος, ο, ΝΑ 1. αυτός που έχει πώγωνα τράγου, τραγογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη ποωδών… … Dictionary of Greek
τραγόπαπας — ο, Ν (χλευαστικά) παπάς, τραγογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + παπάς] … Dictionary of Greek